συγκατατίθεται

συγκατατίθεται
συγκατατίθημι
deposit together
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ασυγκατάθετος — ἀσυγκατάθετος, ον (AM) [συγκατατίθημι] αυτός που δεν συγκατατίθεται, που δεν συμφωνεί σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ευπαράκλητος — εὐπαράκλητος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που εξιλεώνεται, που προσελκύεται εύκολα με λόγια 2. αυτός που συγκατατίθεται εύκολα 3. αυτός που πείθει εύκολα, ο πειστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα κλητος (< παρακαλώ), πρβλ. α παράκ λητος, δυσ παρά κλητος)] …   Dictionary of Greek

  • προσεπιδοξάζω — Α προσχωρώ κι εγώ στη γνώμη κάποιου, εγκρίνω τη γνώμη του («τὰς τοιαύτας φαντασίας οὐ συγκατατίθεται οὐδὲ προσεπιδοξάζει», Επίκτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιδοξάζω «σχηματίζω προσωπική γνώμη για κάτι»] …   Dictionary of Greek

  • συγκαταθετικός — ή, ό / συγκαταθετικός, ή, όν, ΝΑ [συγκατατίθημι] 1. αυτός που συγκατατίθεται, που αποδέχεται, που επιδοκιμάζει («οὔπω δὲ συγκαταθετικὸς [ὁ νοῡς] τῶν ἀεὶ γινομένων, ἐὰν μὴ θέλῃ ὁ ἄνθρωπος», Επιφάν.) 2. καταφατικός, βεβαιωτικός. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • συνευδοκητής — ὁ, Α [συνευδοκῶ] αυτός που συγκατατίθεται, που συμφωνεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”